μαχαιροπώλης

μαχαιροπώλης
μᾰχαιρο-πώλης, ου, ,
A cutler, Poll. 7.156.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • μαχαιροπώλης — μαχαιροπώλης, ὁ (Α) πωλητής μαχαιριών. [ΕΤΥΜΟΛ. < μάχαιρα + πώλης (< πωλῶ)] …   Dictionary of Greek

  • μαχαιροπώλης — cutler masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -πώλης — ΝΜΑ β συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής ελληνικής γλώσσας που ανάγεται στο ρ. πωλῶ και σημαίνει αυτόν που πουλά ό,τι δηλώνει το α συνθετικό.Παραδείγματα λέξεων με β συνθετικό πώλης: αλλαντοπώλης, ανθοπώλης, ανθρακοπώλης, αρτοπώλης,… …   Dictionary of Greek

  • μάχαιρα — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 250 μ., 235 κάτ.) στην πρώην επαρχία Μονοφατσίου του νομού Ηρακλείου. Βρίσκεται στο νοτιοανατολικό τμήμα του νομού, ΝΑ του Ηρακλείου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αρκαλοχωρίου. * * * η (ΑM μάχαιρα) 1. όργανο με λαβή… …   Dictionary of Greek

  • μαχαιροπωλείο(ν) — μαχαιροπωλεῑον και μαχαιροπώλιον, τὸ (Α) [μαχαιροπώλης] το κατάστημα στο οποίο πωλούνταν μαχαίρια …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”